περιελισσομένων

περιελισσομένων
περιελίσσω
roll
pres part mp fem gen pl
περιελίσσω
roll
pres part mp masc/neut gen pl
περϊελισσομένων , περιελίσσω
roll
pres part mp fem gen pl
περϊελισσομένων , περιελίσσω
roll
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιπλοκάδα — Αναρριχητικό φυτό της οικογένειας των Ασκληπιαδιδών, γνωστό και ως περικοκλάδα. Έχει φύλλα αντίθετα και άνθη που εμφανίζονται κατά κύματα. Ο καρπός του είναι λοβός με πολυάριθμα, συνήθως, τριχωτά σπέρματα. Το φυτό αυτό χρησιμοποιείται κυρίως ως… …   Dictionary of Greek

  • αριστολοχιίδες — (αristolochiaceae). Οικογένεια περιελισσόμενων, ποωδών ή θαμνωδών φυτών, ιθαγενών των εύκρατων και τροπικών περιοχών, ιδιαίτερα της Νότιας Αμερικής. Τα φύλλα τους είναι καρδιόσχημα, ωοειδή ή νεφροειδή. Έχουν άνθη διγενή, ζυγόμορφα ή με ακτινωτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”